- Verwaltungsakt
- Verwaltungsakt<-(e)s, -e> m (JUR) (ατομική) διοικητική πράξη f,• mit Doppelwirkung διοικητική πράξη διπλής επενέργειας,• Änderung des s τροποποίηση διοικητικής πράξης,• Aufhebung eines s άρση ατομικής διοικητικής πράξης,• befehlender επιτάσσουσα ατομική διοικητική πράξη,• begünstigender/belastender ευμενής/δυσμενής διοικητική πράξη,• Bekanntgabe des s γνωστοποίηση της διοικητικής πράξης,• dinglicher εμπράγματη διοικητική πράξη,• Fehler des s ελάττωμα της διοικητικής πράξης,• feststellender διαπιστωτική διοικητική πράξη,• gebundener πράξη δέσμιας αρμοδιότητας,• gestaltender διαπλαστική διοικητική πράξη,• Nebenbestimmung zum πρόσθετος ορισμός διοικητικής πράξης,• Nichtigkeit des s ακυρότητα της διοικητικής πράξης,• Rücknahme des s ανάκληση της διοικητικής πράξης,• Vollstreckbarkeit des s εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης,• Widerruf des s ανάκληση της διοικητικής πράξης,• einen anfechten προσβάλλω ατομική διοικητική πράξη
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.